- βροτείῳ
- βρότειοςmortalmasc/neut dat sgβρότειοςmortalmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροτείω — βρότειος mortal masc/neut nom/voc/acc dual βρότειος mortal masc/neut gen sg (doric aeolic) βρότειος mortal masc/fem/neut nom/voc/acc dual βρότειος mortal masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτείωι — βροτείῳ , βρότειος mortal masc/neut dat sg βροτείῳ , βρότειος mortal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμοχθος — η, ο / πολύμοχθος, ον ΝΜΑ αυτός τον οποίο αποκτά κανείς με πολύ μόχθο, που απαιτεί πολύ μόχθο, επίμοχθος, επίπονος (α. «πολύμοχθες προσπάθειες», β. «πολύμοχθο επάγγελμα» γ. «πολύμοχθος Ἀρετὰ γένει βροτείῳ», Αριστοτ.) μσν. αρχ. αυτός που μοχθεί… … Dictionary of Greek